- καταλογήν
- καταλογήenrolmentfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταλογή — η (AM καταλογή) [καταλέγω] νεοελλ. παρακαταλογή* μσν. ιστορία, διήγηση αρχ. 1. ο σεβασμός προς κάποιον 2. (στο αρχ. θέατρο) απαγγελία τών ασμάτων χωρίς μουσική 3. (η αιτ. εν. ως επίρρ.) για χάρη κάποιου 4. φρ. «εἰς τὴν καταλογήν τινος» κατά… … Dictionary of Greek